- περιαυτίζομαι
- ΜΑπεριαυτολογώ, μεγαλαυχώμσν.προσελκύωαρχ.μιλώ πολλές φορές για το ίδιο πράγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + αὐτός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιαυτιζόμενοι — περιαυτίζομαι to be busy about oneself pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτιζόμενος — περιαυτίζομαι to be busy about oneself pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτίζεσθαι — περιαυτίζομαι to be busy about oneself pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτίζεται — περιαυτίζομαι to be busy about oneself pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιευτίζομαι — Α περιαυτίζομαι*. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περιαυτίζομαι, πιθ. κατ επίδραση τού ἑαυτός] … Dictionary of Greek
περιαυτισμός — ὁ, Μ [περιαυτίζομαι] περιαυτολογία … Dictionary of Greek